Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



βαρβιτουρικά


Ερμηνεία:

Φάρμακα, παράγωγα του βαρβιτουρικού οξέος, που χρησιμοποιούνται ώς αντισπασμωδικά, υπνωτικά ή ηρεμιστικά. 



Ετυμολογία:



Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

Bin Wang, Jun He, Shahab A. Shamsi
J Chromatogr Sci. 
Published in final edited form as: J Chromatogr Sci. 2010 August; 48(7): 572–583
 
Marek Majdan, Walter Mauritz, Ingrid Wilbacher, Alexandra Brazinova, Martin Rusnak, Johannes Leitgeb
J Neurotrauma. 2013 January 1; 30(1): 23–29. doi: 10.1089/neu.2012.2554


Συνώνυμα:



 Δείτε σχετικές φωτογραφίες της Google »


© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Φαρμακολογία: